- κρούσιος
- κρού̱σιος , κροῦσιςstrikingfem gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρούσιος, Μαρτίνος — Γερμανός φιλόλογος και θεολόγος. Βλ. λ. Κράους Μάρτιν … Dictionary of Greek
μιμίαμβος — Μίμος γραμμένος σε στίχους σκάζοντας ή χωλιάμβους, που διηγείται με χιουμοριστικό τρόπο επεισόδια από την καθημερινή ζωή του λαού. Ο καλύτερος συγγραφέας μ. στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία ήταν ο Ηρώνδας, που τον μιμήθηκε και ο Λατίνος Γναίος… … Dictionary of Greek
Ζυγομαλάς — I Επώνυμο οικογένειας λογίων και παιδαγωγών του 16ου αι., από την Αργολίδα. 1. Θεοδόσιος (Ναύπλιο 1544 – περ. 1615). Αξιωματούχος του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και συγγραφέας, γιος του Ιωάννη (βλ. 2.). Σε ηλικία 11 ετών ακολούθησε τον… … Dictionary of Greek
kreu-3, krou-s- — kreu 3, krou s English meaning: to push, hit, break Deutsche Übersetzung: ‘stoßen, schlagen, zerschlagen, brechen” Material: The unadjusted root perhaps in O.H.G. (h)riuwan “afflict, sadden, verdrießen”, Ger. reuen, O.E. hrēowan… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ЗИГОМАЛА — [греч. Ζυγομαλᾶς], фамилия греч. ученых из Нафплиона. Род З. восходит к Михаилу Сагомалу (греч. Σαγομαλᾶς), переселившемуся из Афин в Аргос казначею феодальных лат. правителей Аргоса и Нафплиона. Потомки Михаила изменили форму родового имени для… … Православная энциклопедия